- πανδοκευτής
- ό, θηλ. πανδοκεύτρια, Α [πανδοκεύω]1. πανδοχέας, ξενοδόχος2. το θηλ. ἡ πανδοκεύτριαμτφ. (για τη φάλαινα) αυτή που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανδοκεύτρια — ή, Α βλ. πανδοκευτής … Dictionary of Greek